- Φλωρεντία
- (Firenze). Πόλη (351.600 κάτ. το 2003) της Ιταλίας, στον Άρvo, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.192.193 κάτ., 3.880 τ. χλμ.) και της Τοσκάνης.
Η Φ., ρωμαϊκό οχυρό που χτίστηκε στους πρόποδες του ετρουσκικού Φιέζολε, αναπτύχθηκε τον 11o αι., όταν η Λούκα και η Πίζα είχαν ήδη αποκτήσει εξαιρετική δύναμη. Το 1115, μετά τον θάνατο της κόμησσας Ματθίλδης, οι Φλωρεντινοί ανέτρεψαν την αυτοκρατορική κηδεμονία και, αρνούμενοι να αναγνωρίσουν νέα δυναστεία από κόμητες, σχημάτισαν ελεύθερη κοινότητα. Το 1125 κατέστρεψαν το Φιέζολε και διεύρυναν την κυριαρχία τους στα εδάφη της κατεστραμμένης αντιζήλου τους. Αυτό υπήρξε η αφετηρία της ακμής της Φ. Λίγο αργότερα η πόλη συμμάχησε με την Πίζα και γνώρισε οικονομική άνθηση, τόση που στα τέλη του 12ου αι. αριθμούσε 25.000 κατ. Οι Φλωρεντινοί έμποροι έφερναν από τη Φλάνδρα απλά υφάσματα, τα έβαφαν με μυστικές μεθόδους και τα πουλούσαν πάλι σε όλη την Ευρώπη. Κατά το 1200 η ανάπτυξη της οικονομίας έκανε τους εμπόρους να οργανωθούν σε έξι συντεχνίες (arti), από τις οποίες περιφημότερη ήταν η Arte di Calimala (από το όνομα του δρόμου όπου είχαν τα καταστήματά τους οι έμποροι υφασμάτων). Ωστόσο η κοινότητα, οργανωμένη κατά το υπατικό σύστημα, εξακολουθούσε να κυβερνιέται από την αριστοκρατία. Ακόμα και μετά τη μεταρρύθμιση του 1207, που επέβαλαν οι μεσαίες τάξεις αναθέτοντας την εκτελεστική εξουσία σ’ έναν ξένο άρχοντα που πλαισιωνόταν από ένα στενό συμβούλιο και από ένα γενικό συμβούλιο (στο οποίο μετείχαν και οι αντιπρόσωποι των συντεχνιών), η αριστοκρατία εξακολουθούσε να υπερισχύει. Αλλά στις αρχές του 13ου αι. διασπάστηκε σε δύο κομμάτια, στους γουέλφους και τους γιβελίνους, που συνέδεσαν τον αγώνα τους για την κατάκτηση της εξουσίας και τις προσωπικές βεντέτες τους με τη σύγκρουση της εκκλησίας με την αυτοκρατορία. Στη Φ., όπως και σε πολλές άλλες ιταλικές πόλεις, κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 13oυ αι. επαναστάσεις έφερναν στην εξουσία πότε το ένα κόμμα και πότε το άλλο.
Το 1250 μια λαϊκή εξέγερση ανέτρεψε το καθεστώς των γιβελίνων, οι οποίοι ήταν αφοσιωμένοι στον αυτοκράτορα Φρειδερίκο B’ Χοχενστάουφεν. Το νέο σύνταγμα δημιούργησε, παράλληλα με τους θεσμούς της κοινότητας, ένα νέο πολιτικό σώμα, τον λαό, οργανωμένο στρατιωτικά σε είκοσι λόχους με τοπογραφική βάση, που ο καθένας είχε δικό του συμβούλιο και δικό του γκονφαλονιέρο. Ο επικεφαλής τους καπετάνιος (ξένος) κατείχε σημαντικές εξουσίες και πλαισιωνόταν από ένα συμβούλιο, στο οποίο μετείχαν οι αντιπρόσωποι των συντεχνιών και οι προεστοί, που εκλέγονταν από τους λόχους. Ουσιαστικά αυτό σήμαινε πως η εξουσία πέρασε στα χέρια των μεσαίων τάξεων: των μεγάλων εμπόρων των έξι μεγάλων συντεχνιών, που συμμάχησαν με τους μικρεμπόρους και τους βιοτέχνες. Το καθεστώς αυτό απειλήθηκε για μια στιγμή από την επιστροφή των γιβελίνων (1260), αλλά εδραιώθηκε και τελειοποιήθηκε κατά τα τέλη του 13ου αι.
Κουρασμένοι από τις συγκρούσεις των φατριών, οι Φλωρεντινοί αφαίρεσαν τα πολιτικά δικαιώματα 147 οικογενειών γουέλφων και γιβελίνων: πρόκειται για τα περίφημα διατάγματα δικαιοσύνης εναντίον των αρχόντων, δηλαδή των ευγενών ή των επιχειρηματιών που είχαν πλουτίσει σε παλιότερες εποχές και είχαν αποκτήσει τίτλους ευγενείας (1293). Από την εποχή εκείνη την εκτελεστική εξουσία ασκούσε η σινιορία, που την αποτελούσαν ο γκονφαλονιέρος της δικαιοσύνης και έξι (έπειτα οχτώ) σύμβουλοι που εκλέγονταν από τις δώδεκα πρώτες συντεχνίες (συνολικά ήταν είκοσι μία). Η νομοθετική εξουσία ανήκε σε δύο παράλληλα σώματα: την παλαιά κοινότητα με τον ποντεστά της και ένα ευρύ συμβούλιο με συμβουλευτικό μονάχα ρόλο· το άλλο σώμα ήταν ο λαός με τον καπετάνιο του και το στενό συμβούλιό του, η πραγματική δηλαδή εξουσία των αποφάσεων. Οι θεσμοί αυτοί βασίζονταν στην επαγγελματική οργάνωση των συντεχνιών και εξασφάλιζαν την εξουσία στην πλούσια μερίδα του λαού, τον popolo grasso.
Toν 14o αι. η Φ. βρισκόταν στο αποκορύφωμα της ακμής της. Επωφελήθηκε από την πτώση της Πίζας, που νικήθηκε από τη Γένοβα το 1284, και από τις οικονομικές δυσκολίες των αντιζήλων της πόλεων, της Σιένα και της Λούκα, και διεύρυνε τα όριά της, αφού κατόρθωσε να κυριαρχήσει σε όλη την Τοσκάνη. Με τον πληθυσμό των περίπου 100.000 κατοίκων της, ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Ιταλίας. Στο μεγάλο εμπόριο προστέθηκαν η υφαντουργία μάλλινων, και κυρίως οι τραπεζικές επιχειρήσεις, τις οποίες ασκούσαν μεγάλες οικογενειακές εταιρείες: οι Γκουάρντι, οι Περούτσι, οι Μέδικοι κλπ. Το νόμισμά της, το φιορίνι, ήταν το ισχυρότερο της Ευρώπης. Ωστόσο, παρά τον παραμερισμό της αριστοκρατίας, η πολιτική ζωή εξακολουθούσε να είναι ταραχώδης, γιατί η εμπορική ολιγαρχία διασπάστηκε κι αυτή σε δύο φατρίες: τους Άσπρους και τους Μαύρους. Από το άλλο μέρος, ο μικρός λαός (popolo minuto), που τον εκμεταλλεύονταν οι συντεχνίες, ξεσηκωνόταν συχνά. Έτσι, το 1378, η εξέγερση των Τσόμπι (λαναριστών του μαλλιού) επέβαλε μια εφήμερη δημοκρατική κυβέρνηση. Αυτή όμως η αστάθεια δεν εμπόδιζε τη Φ. να είναι πάντα ένα μεγάλο πνευματικό κέντρο επιστημονικών και καλλιτεχνικών ερευνών, που οδήγησαν στον ουμανισμό και στην Αναγέννηση του 15ου αι.
Toν 15o αι., παρ’ όλη την αγάπη της για την ελευθερία, η Φ. δεν ξέφυγε από την εξέλιξη που οδηγούσε τις ιταλικές πόλεις προς την ηγεμονία. Το 1434 οι Μέδικοι κατέλαβαν την εξουσία και κολακεύοντας τη φλωρεντινή υπερηφάνεια, κατόρθωσαν να επιβάλουν μια αληθινή κληρονομική μοναρχία, χωρίς να ανατρέψουν τους καθιερωμένους θεσμούς της δημοκρατίας. Η κυριαρχία τους, που κλονίστηκε από τα κηρύγματα του Σαβοναρόλα (1484), αποκαταστάθηκε το 1512. Το 1532 η Φ. ανακηρύχθηκε κληρονομικό δουκάτο και το 1569 έγινε πρωτεύουσα του μεγάλου δουκάτου της Τοσκάνης, αφού το 1555 είχε προσαρτήσει τη Σιένα.
Από τότε η πόλη γνώρισε μακρά περίοδο παρακμής, από την οποία άρχισε να αναζωογονείται μόνο κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι., και ιδιαίτερα από το 1865 έως το 1870, όταν έγινε πρωτεύουσα του βασίλειου της Ιταλίας.
Η εκβιομηχάνισή της άρχισε μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, και οι βιομηχανίες, που έχουν εγκατασταθεί κυρίως στα προάστια της πόλης, είναι ποικίλες: βιομηχανία αλουμινίου, μηχανουργεία (ποδήλατα), όργανα ακρίβειας (οπτικά), οικοδομικές ύλες, κεραμική, βιομηχανία δέρματος κλπ. Η ευκολία των συγκοινωνιών –η Φ. είναι οδικός και σιδηροδρομικός κόμβος– συνετέλεσε στην ανάπτυξη του τουρισμού, που στηρίζεται στους καλλιτεχνικούς θησαυρούς της πόλης.
Μνημεία και μουσεία. Το Βαπτιστήριο (τα ωραιότατα ανάγλυφα στις θύρες του είναι έργα των Γκιμπέρτι και Αντρέα Πιζάνο) και ο Σαν Μινιάτο αλ Μόντε είναι από τα αρχαιότερα μνημεία της Φ. (11ος-13ος αι.). Ενώ διατηρούν τη διάταξη των ρωμαϊκών βασιλικών, παρουσιάζουν μια νέα αρχιτεκτονική αντίληψη στην απλοποίηση των μορφών και στην εκλογή των υλικών (συνδυασμοί από πολύχρωμα μάρμαρα). Από τις εκκλησίες του γοτθικού Μεσαίωνα που χαρακτηρίζουν τον τοσκανικό ρυθμό κυριότερες είναι: η Σάντα Μαρία Νοβέλα (που άρχισε το 1278), της οποίας η πρόσοψη αποπερατώθηκε από τον Λεό Μπατίστα Αλμπέρτι (1470) με αναγεννησιακή αισθητική αντίληψη, η Σάντα Κρότσε (13ος-15ος αι.· το κωδωνοστάσιο και η πρόσοψη είναι του 19ου αι.), το φλωρεντινό Πάνθεο και η μητρόπολη Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε, που άρχισε να χτίζεται το 1296 σε σχέδια του Αρνόλφο ντι Κάμπιο (το κωδωνοστάσιο σχεδιάστηκε από τον Τζιότο και ο τρούλος από τον Μπρουνελέσκι).
Τα αστικά οικοδομήματα έχουν την ίδια αυστηρή και κάπως ψυχρή όψη. Αυτό ισχύει για το Παλάτσο Βέκιο (Αρνόλφο ντι Κάμπιο), το Παλάτσο ντελ Ποντεστά ή Μπαρτζέλο, με τους τοίχους του που έχουν ελάχιστα κουφώματα και ντάπιες στην κορυφή, με την εσωτερική αυλή και τις μνημειακές στοές, τους ανάγλυφους χρωματιστούς θυρεούς που στολίζουν τους τοίχους και το Μικέλε Ορσάν, παλαιά σιταποθήκη που στα μέσα του 14ου αι. μετατράπηκε σε παρεκκλήσιο και μετέχει του ρωμαϊκού και του γοτθικού ρυθμού. Γύρω από αυτήν την τετράγωνη εκκλησία υψώνονται τα γνησιότερα δείγματα της φλωρεντινής γλυπτικής.
Με τον Μπρουνελέσκι εγκαινιάζεται η πρώτη Αναγέννηση. Η εκκλησία του Σαν Λορέντσο, με τα γυαλιστερά της άσπρα και γκρίζα μάρμαρα, επαναφέρει τη βασιλική με κίονες. Επάνω από τα κορινθιακά κιονόκρανα είναι τοποθετημένα ψηλά ορθογώνια επιθήματα που δίνουν στο μνημείο ανάταση, το παλαιό εφημερείο, ο πρώτος πυρήνας της εκκλησίας, είναι του Μπρουνελέσκι και το νέο εφημερείο του Μιχαήλ Άγγελου. Από τα μνημεία που θυμίζουν την αρχαία αρχιτεκτονική πρέπει ν’ αναφερθούν ακόμα: το νοσοκομείο των Αθώων (1421-41), η εκκλησία του Αγίου Πνεύματος με τα πλάγια κλίτη της που συνεχίζονται πέρα από τα εγκάρσια κλίτη και περιβάλλουν τον χορό, το μέγαρο Πίτι (σχέδια του Μπρουνελέσκι, με μεταγενέστερες τροποποιήσεις του Μπαρτολομέο Αμανάτι), που, παρ’ όλη τη συστηματική αναζήτηση της απλότητας και μια κάπως υπερβολικά αυστηρή γεωμετρική ξηρότητα, επιβάλλεται για την καθαρότητα και την ευρύτητα των γραμμών του, εναρμονιζόμενες με τους περίφημους κήπους Μπόμπολι που το περιβάλλουν, το μέγαρο Ρικάρντι του Μικελότσο με πιο γοητευτική όψη, που σημειώνει το πέρασμα από το στρατιωτικό στο πολιτικό πνεύμα, καθώς πολλά αρχιτεκτονικά αμυντικά στοιχεία του χρησιμοποιούνται μόνο για διάκοσμο, το μέγαρο Στρότσι, που χτίστηκε μετά το 1489 από τον Μπενεντέτο ντα Μαϊάνο και τον Κρόνακα (το περίφημο διάζωμά του είναι εμπνευσμένο από τα καλύτερα δείγματα της ρωμαϊκής τέχνης) και, τέλος, το μέγαρο Ρουτσελάι, που έχτισε ο Μπερνάρντο Ροσελίνο σε σχέδια του Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι.
Στα μνημεία του 16ου αι. ανήκουν το παλιό φρούριο στα πόδια της πόλης (Fortezza a Basso) του Αντόνιο ντα Σανγκάλο, το μέγαρο Παντολφίνι (1520, που έχει χτιστεί σε σχέδια του Ραφαήλ), το μέγαρο των Ουφίτσι (σχεδιασμένο από τον Βαζάρι) και η γέφυρα της Αγίας Τριάδας, που χτίστηκε το 1569 από τον Μπαρτολομέο Αμανάτι (και ανοικοδομήθηκε πιστά μετά την καταστροφή της το 1944). Εκτός από το παρεκκλήσιο των Πριγκίπων, προσθήκη στη βασιλική Σαν Λορέντσο (Ματέο Νιτσέτι), και το μέγαρο Κορσίνι (1648-56), ελάχιστα κτίρια της εποχής του μπαρόκ είναι αξιόλογα. Το ίδιο ισχύει και για τον 18o και 19o αι., περίοδο παρακμής της φλωρεντινής αρχιτεκτονικής και τέχνης. Από τα νεότερα κτίρια αξιόλογα είναι: το δημοτικό στάδιο (1932) του Πιερ Λουίτζι Νέρβι και ο σταθμός της Σάντα Μαρία Νοβέλα (1935) του Τζοβάνι Μικελούτσι.
Τα μουσεία και οι πινακοθήκες της Φ. είναι ιδιαίτερα φημισμένα για τις πολλές και σημαντικές συλλογές που συγκεντρώνουν. Τα γνωστότερα είναι η Παλατινή Πινακοθήκη του μεγάρου Πίτι, το μουσείο του Μπαρτζέλο, το μουσείο της αργυροχοΐας, το μουσείο της Ακαδημίας και κυρίως η πινακοθήκη των Ουφίτσι, με την πολύ πλούσια συλλογή έργων Ιταλών πριμιτίφ, η οποία θεωρείται μία από τις σημαντικότερες πινακοθήκες του κόσμου.
Χώρος στην κεντρική πλατεία της Φλωρεντίας διαρρυθμισμένος από τον Τζαμπατίστα Κατσίνι.
Αίθουσα της πινακοθήκης των Ουφίτσι.
Πτέρυγα του εξωτερικού της πινακοθήκης Πίτι.
Πτέρυγα της πινακοθήκης του μεγάρου Πίτι.
Το μέγαρο Αντινόρι.
«Ο Περσέας που κρατά την κεφαλή της Μέδουσας», το περίφημο χάλκινο άγαλμα του Τσελίνι, μετά την αποκατάστασή του ξαναστήθηκε στην αρχική του θέση, στην κεντρική πλατεία Λότζια των Λάντζι της Φλωρεντίας (φωτ. ΑΠΕ).
Άποψη της Φλωρεντίας. Διακρίνεται το Παλάτσιο Βέκιο, που στεγάζει το δημαρχείο της πόλης (φωτ. ΑΠΕ).
Η Φλωρεντία συγκεντρώνει έναν εκπληκτικό αριθμό έργων τέχνης με σπάνια αρχιτεκτονική αρμονία. Στη φωτογραφία άποψη της πόλης, όπου διακρίνονται: το μέγαρο της Σινιορίας (αριστερά), η μητρόπολη της Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε και το κωδωνοστάσιο του Τζιότο (στο κέντρο) και η είσοδος, με τα τρία μεγάλα τόξα, της Εθνικής Πινακοθήκης (δεξιά).
Στη φωτογραφία η πλατεία Σάντα Κρους (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.